βιβλιογραφικός

βιβλιογραφικός
η , ό[ν] библиографический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "βιβλιογραφικός" в других словарях:

  • βιβλιογραφικός — ή, ό ο σχετικός με τη βιβλιογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλιογραφία (πρβλ. γαλλ. bibliographique). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ιωάννη Βενθύλο] …   Dictionary of Greek

  • βιβλιογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη βιβλιογραφία: Μπορείς να βρεις όλους τους συγγραφείς των κειμένων αυτού του βιβλίου στο καλά ενημερωμένο βιβλιογραφικό σημείωμα που υπάρχει στο τέλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προμετωπίδα — Βιβλιογραφικός όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει την πρώτη τυπωμένη σελίδα ενός βιβλίου, η οποία περιέχει το όνομα του συγγραφέα, τον τίτλο και συνήθως και τον εκδότη. Τα πρώτα έντυπα βιβλία δεν είχαν π. με τη σύγχρονη σημασία της λέξης· …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»